- πολυβενθής
- -ές, Α1. αυτός που έχει μεγάλο βάθος, πολυβαθής* («πολυβενθὴς λίμνη», Απολλ.)2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο βάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βενθής (< βένθος, τό «βυθός»), πρβλ. κυανο-βενθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυβενθής — very deep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβενθέα — πολυβενθής very deep neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυβενθής very deep masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβενθές — πολυβενθής very deep masc/fem voc sg πολυβενθής very deep neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβενθέος — πολυβενθής very deep masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИТАКА — • Ithăca, Ίθάκη, н. Фиаки, небольшой (в 3 кв. мили величиной), но знаменитый остров Одиссея на восток от Кефаллении или Самы, у Гомера называется самым западным из островов (Ноm. Od. 9, 25). Горный хребет прорезывает весь остров,… … Реальный словарь классических древностей
πολύβυθος — ον, Α πολυβενθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βυθός (πρβλ. ά βυθος)] … Dictionary of Greek